ἀναιδείην

ἀναιδείην
ἀναίδεια
shamelessness
fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιέννυμι — ἐπιέννυμι (Α) 1. ρίχνω ένδυμα πάνω σε κάποιον («χλαῖναν δ’ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς», Ομ. Οδ.) 2. μέσ. ντύνομαι 3. φρ. α) «ἐπιέννυμαι γῆν» ντύνομαι το χώμα, πεθαίνω β) «ἀναιδείην ἐπιειμένε» που φοράς την αναίδεια σαν ρούχο σου, αδιάντροπε. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”